μανουάλι

μανουάλι
το
το μανάλι (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μανουάλι — και μανάλι, το (Μ μανουάλιον και μανουάλιν και μανουάλι και μανάλι) ψηλό και μεγάλο μεταλλικό κηροπήγιο που χρησιμοποιείται στις χριστιανικές εκκλησίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. manuale (candelabrum) «χειροπληθές κηροπήγιο», μεγάλο, επιβλητικό… …   Dictionary of Greek

  • Misthi, Cappadocia — Aerial photo of Misthi / Konaklı today. Misthi also Mistí, Mysty; Misli; Misti, Greek (η) Μισθεία, (το) Μισθί; (το) Μιστί; (η) Μισθή; (η) Μυστή; (το) Μισθίον; (τα) Μίσθια, in Turkish Mišti, Misti, Muštilia, Konaklı (current name), was a Greek… …   Wikipedia

  • Φεβρουάριος — Δεύτερος μήνας του γρηγοριανού ημερολογίου. Έχει 28 μέρες και 29 στα δίσεκτα έτη. Ο μήνας Φ. προσετέθηκε από τον Νουμά Πομπίλιο στον τελευταίο μήνα του ρωμαϊκού έτους. Το 154 π.Χ. μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση. Επειδή ήταν πολύ βροχερός μήνας …   Dictionary of Greek

  • δικέρι — το (Μ δικέριον και δικήριον) κηροστάτης, μανουάλι για δύο λαμπάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κερίον «κερί»] …   Dictionary of Greek

  • κεροστάτης — και κηροστάτης, ο εκκλησιατικό και οικιακό σκεύος, στις υποδοχές τού οποίου τοποθετούνται τα κεριά για να στηρίζονται, μανουάλι, κηροπήγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + στάτης (< ἵστημι), πρβλ. λυχνο στάτης, φανο στάτης] …   Dictionary of Greek

  • κηροστάτης — ο (Μ κηροστάτης) 1. μεγάλο κηροπήγιο στο οποίο τοποθετούνται τα κεριά, κν. μανουάλι 2. μικρό κηροπήγιο με μία ή περισσότερες υποδοχές, κν. καντηλέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + στάτης (< ἵστημι) πρβλ. λυχνο στάτης, φανο στάτης] …   Dictionary of Greek

  • μανάλι — το (Μ μανάλι) βλ. μανουάλι …   Dictionary of Greek

  • Κριναίος, Παύλος — (Πάφος Κύπρου 1903 –). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Κύπριου δημοσιογράφου και λογοτέχνη Παύλου Μιχαηλίδη. Το 1930 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος, συνεργαζόμενος με διάφορες αθηναϊκές και κυπριακές εφημερίδες και… …   Dictionary of Greek

  • κηροπήγιο — το σκεύος πάνω στο οποίο τοποθετούνται ένα ή περισσότερα κεριά, μανουάλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μανάλι — μανάλι, το και μανουάλι, το (λ. λατ.), μεγάλο κηροπήγιο που χρησιμοποιείται στις εκκλησίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”